συναλείφων

συναλείφων
συναλείφω
clog up
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συναλείφω — ΜΑ [ἀλείφω] 1. συμμιγνύω, ανακατεύω («οὐ τὰς ὑποστάσεις συναλείφων», Ιωάνν. Χρυσ.) 2. γραμμ. ενώνω δύο συλλαβές σε μία αρχ. 1. αλείφω κάποιον από κοινού με άλλον 2. καλύπτω με επίχρισμα ή με αλοιφή 3. εξαλείφω, απαλείφω 4. τρίβω πολύ καλά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”